Δευτέρα 18 Μαρτίου 2024

Colm Toibin «Ο μάγος»

Μετάφραση: Αθηνά Δημητριάδου, εκδόσεις Ίκαρος, 2023



Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης 


Το 1996, στο London Review of Books, o Κολμ Τομπίν δημοσίευσε μια εκτενή κριτική για τρία βιβλία σχετικά με τη ζωή και το έργο του Τόμας Μαν: δύο βιογραφίες και ένα δοκιμιακό. Το 2008, ο τακτικός συνεργάτης του περιοδικού επανήλθε παρουσιάζοντας μια βιογραφία για την Έρικα και τον Κλάους Μαν, τα παιδιά του. Μάλιστα στην πρώτη παρουσίαση τόνιζε ότι υπάρχουν ήδη πολλά βιβλία για τον συγγραφέα που φτάνουν για το υπόλοιπο της ζωής μας.

Ωστόσο ποτέ δεν σταμάτησαν να δημοσιεύονται βιβλία για τον γερμανό νομπελίστα, και μάλιστα ο ίδιος ο Κολμ Τομπίν πρόσθεσε και το δικό του. Με τόσο υλικό που μελέτησε ήταν αναπόφευκτο να εγκύψει στη ζωή και το έργο του Τόμας Μαν. Η επιλογή του δεν ήταν καθόλου τυχαία. Είχε προηγηθεί ένα μυθιστόρημα για τον Χένρι Τζέιμς, τo 2004, «Ο δάσκαλος», όπου απέδωσε μυθιστορηματικά κάποια σημαντικά χρόνια του αμερικανού συγγραφέα.

«The Master», o Χένρι Τζέιμς, «The Magician», ο Τόμας Μαν. Ο δάσκαλος και ο μάγος. Συγγραφείς σπουδαίοι και με ένα κοινό προσωπικό στοιχείο: την καταπιεσμένη τους ομοφυλοφιλία. Για τον Χένρι Τζέιμς τα «αποδεικτικά» στοιχεία είναι πολύ περιορισμένα, όμως για τον Τόμας Μαν υπάρχουν περισσότερες αναφορές στα ημερολόγιά του και από ανθρώπους που τον γνώρισαν. Η επιλογή των δύο συγγραφέων αποτελεί επίσης μια προσωπική επιλογή του Τομπίν αφού και ο ίδιος, ως gay, ανέδειξε μέσα από τα βιβλία και τις μελέτες του θέματα της σύγχρονης gay συμπεριφοράς. 

Στην περίπτωση του Τόμας Μαν, ο Τομπίν, φτιάχνει μια μεγάλη μυθιστορηματική βιογραφία. Σε αντίθεση με τις ογκώδεις αναλυτικές βιογραφίες που ήδη κυκλοφορούν, περιορίζεται στα σημαντικότερα στάδια της ζωής του συγγραφέα, φωτίζοντας δύο αλληλένδετες διαστάσεις: την ερωτική και τη δημιουργική. Πώς ο συγγραφέας διοχετεύει τον καταπιεσμένο ερωτισμό του στους διαφορετικούς μυθιστορηματικούς του χαρακτήρες και καταστάσεις.

Το μυθιστόρημα «Ο μάγος» ξεκινάει από την παιδική ηλικία του Τόμας Μαν, στο Λίμπεκ το 1891, και καταλήγει στο Λος Άντζελες το 1950. Σε δέκα οκτώ κεφάλαια, σε ξεχωριστούς τόπους και χρόνους, αναδιπλώνεται η ζωή του πάντα σε συνάρτηση με τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις της εποχής. Ο γάμος του με τη δυναμική Κάτια, τα πρώτα του βήματα στη γραφή, τα έξι του παιδιά, το άγχος του να γίνει αποδεκτός ως συγγραφέας από την οικογένειά του, η τεράστια επιτυχία του Μαγικού βουνού, η διεθνής αναγνώριση. Από τα παιδιά του θα ξεχωρίσουν η Έρικα και ο Κλάους, εκκεντρικοί και πλάνητες στον κόσμο, ο Κλάους όμως στο τέλος θα αυτοκτονήσει. Αλλά δεν είναι ο μόνος στην οικογένεια, θα υπάρξουν αρκετές ακόμη τραγικές αυτοκτονίες.

Ο Τόμας Μαν θα βιώσει την άνοδο και την επικράτηση του ναζισμού αλλά θα αργήσει να τον αποκηρύξει. Ξεκινώντας με ιδεαλιστικές απόψεις περί της αμόλυντης ψυχής της Γερμανίας, θα βρεθεί αργότερα εξόριστος στην Γαλλία και μετά στην Αμερική όπου θα διδάξει στο Πρίνστον. Στην Αμερική είχε ήδη γίνει πολύ γνωστός μετά τη βράβευσή του με το Νόμπελ. Μόνον όταν θα σιγουρευτεί για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης θα αρχίσει τις ομιλίες του από το BBC εναντίον του Χίτλερ. Ωστόσο στην Αμερική δεν θα τα καταφέρει να παραμείνει το ίδιο δημοφιλής όπως όταν ξεκίνησε. Ο ψυχρός πόλεμος θα τον φέρει αντιμέτωπο με το FBΙ που τον ανακρίνει ως κομμουνιστή και τον πιέζει να καταγγείλει άλλους συγγραφείς, που είχαν καταφύγει στην Αμερική, όπως ο Μπρεχτ, πράγμα που αρνήθηκε.

Το βιβλίο του Κολμ Τομπίν είναι ένα πανόραμα του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα από τα παιδικά χρόνια του συγγραφέα μέχρι τον θάνατό του, το 1955. Με την κατασταλαγμένη του γραφή, που στα ελληνικά βρίσκεται σε αρμονική αντίστιξη με τη μετάφραση της Αθηνάς Δημητριάδου, δραματοποιεί τη ζωή του συγγραφέα και τις βασικές του ιδέες. Έρωτας, έμπνευση, θάνατος, πολιτισμός και βαρβαρότητα, είναι τα βασικά μοτίβα του μοντερνιστή γερμανού συγγραφέα και που ο ιρλανδός Κολμ Τομπίν θα διαχειριστεί με δεξιοτεχνία και σεβασμό στις πηγές του. Δεν προσπαθεί να μιμηθεί υφολογικά τον Τόμας Μαν ούτε να τον ξεσκεπάσει.


Η αγωνία του Τόμας Μαν ενόσω ζούσε στην Αμερική για τα προσωπικά του ημερολόγια, που κινδύνευαν να κατασχεθούν από τους ναζί για να τον εκβιάσουν, περιγράφεται σε ένα από τα πιο συναρπαστικά κεφάλαια του βιβλίου. Είναι η αγωνία του δημιουργού και της ελευθερίας της έκφρασης κόντρα στον ναζισμό και τη λογοκρισία. Το βιβλίο του Τομπίν αναδεικνύει μοναδικά την προσωπικότητα του Τόμας Μαν και την οικουμενικότητα του έργου του.


Εποχή, Η εποχή των βιβλίων,  7 Ιανουαρίου 2024


 


Κυριακή 17 Μαρτίου 2024

Λογοτεχνική μετάφραση και Τεχνητή Νοημοσύνη

17 March 2024 - Sunday

AI and literary translation (cont'd) | Prix Jean d'Ormesson longlist

       AI and literary translation (cont'd)

       With yesterday's posts on AI and translation and the posting of The Club of True Creators-review, I really should have put two and two together, since the latter more than touches upon the subject of the London Book Fair panel on AI and Literary Translation and the two articles I linked to, as the publisher of The Club of True Creators, the new Rossum Press, have explicitly embraced a publishing- and translation-model based on Artificial Intelligence.
       As they explain/maintain:
Using a system of AI-assisted team translation, our skilled editors are able to create high quality literary translations with a fraction of the resources which traditional methods require.

Every word of the AI-generated draft translation is carefully weighed by a professional stylist of the target language, and we work closely with our authors at every step along the way.
       Like it or not -- and many people (not just, but especially translators) really, really don't like it --, this is (at least a significant part of) the future, especially for popular and genre fiction (and, for example, manga), and, if nothing else, props to Rossum Press for making it very clear that this is how they operate. (Well, they might have mentioned it in the translator-creditless book itself as well .....)
       The 'machine translation + (human) editing' model seems likely to become the dominant one -- with the amount of editing varying widely (as it does already: one should never overlook that a lot of entirely human translations are terrible, not least because they are often published without much editorial oversight or involvement)).
       One of the reasons given for so little being published in translation is the cost involved. The use of machine-translation -- to whatever extent -- can reduce those costs drastically -- but will the final product justify those (reduced) costs, or are we possibly losing too much ?
       (I do note -- and I do think this isn't acknowledged nearly enough -- that, both historically and currently, a lot of (human) translation of literary work, both popular and 'literary', is really bad. (Admittedly, the main reason for this -- (many) publishers simply don't care about the (end-)product-- applies to any form of translation, i.e. won't be rectified by greater reliance on machine-aided translation.))

(Posted by: M.A.Orthofer)    permanent link -

Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2024

Ο εξώστης ρωτά τους συγγραφείς



Επιμέλεια στήλης Φανή Χατζή


Κάθε εβδομάδα ένας συγγραφέας απαντά σε 15 ερωτήσεις.


1. Γιατί γράφετε;

Δεν γινόταν αλλιώς. Ξεκίνησα να γράφω από την εφηβεία μου και δεν το άφησα ποτέ.

2. Τι κάνετε όταν δεν γράφετε;

Διαβάζω, βλέπω ταινίες. Κυκλοφορώ όσο μπορώ. Υπάρχουν τόσα πράγματα εκεί έξω στον κόσμο και στην κοινωνία. Από εκεί άλλωστε αντλώ και τις εμπνεύσεις μου.

3. Είστε πρωτίστως αναγνώστης ή συγγραφέας;

Και τα δύο, το ένα οδηγεί στο άλλο, μια διαδραστική σχέση που κρατάει… δεκαετίες. Ποσοτικά όμως είμαι περισσότερο αναγνώστης.

4. Τι διαβάζετε αυτό το διάστημα;

Διαβάζω πολλά βιβλία ταυτόχρονα. Έναν δίτομο Ντίκενς που μόλις κυκλοφόρησε, τον Λάσλο Κρασναχορκάϊ για μια παρουσίαση στην οποία θα είμαι ομιλητής και διηγήματα Ελλήνων συγγραφέων. Μου αρέσει πολύ το διήγημα.

5. Με ποιες προσωπικότητες της Λογοτεχνίας θα βγαίνατε για ποτό;

Δεν ζουν αυτοί που ήθελα για παρέα. Θα έβγαινα για ένα τσίπουρο με τον Γιώργο Ιωάννου αναζητώντας την Θεσσαλονίκη του και με τον Ρομπέρτο Μπολάνιο σε ένα ατέλειωτο μεθύσι στην Χιλή.

6. Ισχύει ακόμα ο «θάνατος του συγγραφέα» στην εποχή των social media;

Το αντίθετο, συγγραφείς είναι ολοζώντανοι και παντού. Ποτέ ξανά ο συγγραφέας δεν είχε τόση έντονη παρουσία στα κοινωνικά δίκτυα σε βαθμό παροξυσμού. Αυτό που φοβάμαι δεν είναι ο θάνατος του συγγραφέα αλλά… της γραφής και του κειμένου.

7. Γίνεται να βιοπορίζεσαι στην Ελλάδα μόνο από τη συγγραφή;

Καθόλου εύκολο, εκτός από κάποιους ευπώλητους συγγραφείς που είναι σχετικά λίγοι.

8. Διδάσκεται η γραφή;

Ο μόνος τρόπος να γράψεις είναι -αν δεν το έχεις επίκτητο-να διαβάσεις πολύ. Θα βοηθούσαν κάποια βιβλία πάνω στη γραφή και στην ανάγνωση όπως πχ του Τζόρτζ Σόντερς που διδάσκει καταπληκτικά τους Ρώσους κλασικούς! Ωστόσο αυτό που δεν διδάσκεται είναι η γλώσσα, εκεί ο συγγραφέας πρέπει να βουτήξει μόνος του στα ελληνικά γράμματα.

9. Ποιο θα ήταν το δικό σας «γράμμα σ’ ένα νέο ποιητή»;

Αυτά τα “γράμματα” τα έστελναν ο Ρίλκε και η Γουλφ σε μια εποχή που ο κόσμος αλληλογραφούσε ή οι νεότεροι αφουγκράζονταν τις παλιότερες γενιές. Σήμερα πάντως αντί για “γράμματα” επικρατούν τα μέιλ και τα μηνύματα στα κοινωνικά δίκτυα και οι ανούσιες εικόνες του tik tok. Τι γράμμα να στείλεις;

10. Η Λογοτεχνία είναι ενιαία ή επιδέχεται διακρίσεων;

Υπάρχουν δεκάδες κατηγορίες βιβλίων για κάθε αναγνώστη. Η λογοτεχνία είναι ένα σύμπαν απ΄ όπου κανείς αντλεί φως ή τον απορροφά μια μαύρη τρύπα.

11. Υπάρχουν must read βιβλία; Ποια είναι για εσάς;

Οι Κλασικοί. Οι αρχαίοι και οι νεότεροι. Από τον Σοφοκλή μέχρι τον Ντίκενς, τον Μέλβιλ, τον Ντοστογιέφσκι, τον Τολστόι. Χωρίς αυτούς δεν προχωράς, δεν γίνεσαι ούτε καλός αναγνώστης ούτε γραφιάς.

12. Πώς είναι να γράφεις στον καιρό της πολιτικής ορθότητας;

Τα βιβλία μου -για όποιον με διαβάζει όλα αυτά τα χρόνια- ήταν πάντα ανυπάκουα και ασυμβίβαστα. Οποιαδήποτε υπακοή σε κανόνες-ακόμη και της πολιτικής ορθότητας- αχρηστεύουν το νόημα της λογοτεχνίας. Το χειρότερο όμως είναι να γράφεις πάντα “ίδια” επειδή ξέρεις την συνταγή να πουλάς.

13. Γιατί οι Έλληνες γράφουν περισσότερο απ’ ό,τι διαβάζουν;

Δεν είναι και τόσο πολλοί. Αν αγόραζαν και μεταξύ τους τα βιβλία που γράφουν οι ίδιοι θα είχανε και κάποια έσοδα.

14. Πώς σας επηρεάζει η πολιτική επικαιρότητα;

Γενικά ναι, αλλά όχι άμεσα. Μέχρι να στρωθείς να γράψεις αλλάζει η εποχή και το πολιτικό τοπίο. Κρατάς όμως το καταστάλαγμα. Χρειάζονται οι αφυπνισμένοι συγγραφείς, όχι οι στρατευμένοι και οι καθεστωτικοί.

15. Η Λογοτεχνία, τελικά, σας έχει αλλάξει τη ζωή;

Προσωπικά ναι, στον τρόπο που ζω, που σκέφτομαι και που επικοινωνώ με τους άλλους. Η λογοτεχνία επέκτεινε τα προσωπικά και τα κοινωνικά μου όρια.


Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης γεννήθηκε στην Καβάλα το 1956. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήµιο της Θεσσαλονίκης, δίδαξε στη δηµόσια εκπαίδευση και συνεργάστηκε µε τη Δηµόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών διοργανώνοντας λογοτεχνικά σεµινάρια. Έχει γράψει έντεκα µυθιστορήµατα, τέσσερις συλλογές διηγηµάτων, µία νουβέλα, ένα αφήγηµα και έναν σκηνικό µονόλογο. Το µυθιστόρηµα Ζωή µεθόρια τιµήθηκε µε το Κρατικό Λογοτεχνικό Βραβείο Μυθιστορήµατος 2016. Το τραγούδι του πατέρα βραβεύτηκε µε το Βραβείο «Νίκος Θέµελης» 2019 του περιοδικού Ο αναγνώστης. Στο Κανάλι της Βουλής επιµελήθηκε τη σειρά ντοκιµαντέρ για το βιβλίο «Ο λόγος της γραφής». Την τελευταία τριετία συνεργάστηκε µε το Athens American Center της Πρεσβείας των ΗΠΑ στην Αθήνα σε µια σειρά σεµιναρίων µε θέµα την αµερικανική λογοτεχνία. Είναι µέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Το τελευταίο του έργο “Η νοσταλγία της απώλειας” (2022) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη και βραβεύτηκε με το βραβείο Διηγήματος του Αναγνώστη 2022.



Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2024

Ελληνοτουρκικό βιβλίο



Tufan Erbaristiran

Karsi kiyinin Yankisi 

("Ο αντίλαλος της απέναντι όχθης")

Ανάλυση ενός διηγήματος του Θεόδωρου Γρηγοριάδη και ενός της Μαρίας Σκιαδαρέση. 


Κυκλοφόρησε πρόσφατα στην Τουρκία από τις εκδόσεις doruk το βιβλίο του συγγραφέα και κριτικού λογοτεχνίας Τουφάν Ερμπαριστιράν (γεν. 1957 στην Σμύρνη). Αναλύει ένα δικό μου διήγημα και ένα της Μαρίας Σκιαδαρέση, τα οποία και δημοσιεύονται, δίνοντας γενικότερα στοιχεία για την ελληνική λογοτεχνία. Τα δύο ελληνικά διηγήματα ήταν ήδη μεταφρασμένα στα Τουρκικά και δημοσιευμένα το 2022  στο λογοτεχνικό περιοδικό  Virüs.

Πρόκειται για μια ιδιωτική εκδοτική πρωτοβουλία η οποία παράλληλα κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Τσουκάτος σε μετάφραση του συγγραφέα και μεταφραστή Θάνου Ζαράγκαλη . Μια λογοτεχνική χειρονομία φιλίας από την απέναντι όχθη.


Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2023

Ραντουάν Νασσάρ «Ένα ποτήρι οργή»

 Μετάφραση: Αθηνά Ψυλλιά, εκδόσεις Πατάκη, 2023


 



Το μυθιστόρημα «Ένα ποτήρι οργή» κυκλοφορεί στα ελληνικά σαράντα πέντε χρόνια μετά την πρώτη του κυκλοφορία στη Βραζιλία όπου ήδη θεωρείται ένα σύγχρονο κλασικό κείμενο. Ο συγγραφέας του, αν και αποσύρθηκε από το συγγραφικό του έργο, απολαμβάνει ακόμη μεγάλης εκτίμησης όχι μόνον στη χώρα του και σε όσες άλλες έχει μεταφραστεί. Πρόκειται για ένα σύντομο, πυκνό, βίαιο, βιβλίο γεμάτο ενέργεια και σαδομαζοχιστικό ερωτισμό.


Η πλοκή είναι ελάχιστη. Σε ένα κτήμα στην επαρχία της Βραζιλίας, ζει απομονωμένος ένας μεσήλικας καλλιεργητής μαζί τον σκύλο του και ένα ζευγάρι ντόπιων βοηθών. Ένα πρωινό καταφτάνει μια νεαρή φίλη του από την πόλη, παίρνουν πρωινό και κάνουν έρωτα. Η ερωτική τους συνεύρεση είναι μια μάχη κυριαρχίας και υποταγής τόσο σε σωματικό όσο και σε διανοητικό επίπεδο. Αυτός είναι ένας εμμονικός φαλλοκράτης που περιγράφει τον οργασμό του σαν μια γεωμετρία πάθους, σαν μια τελετουργία που την καθοδηγεί, ο ίδιος, θεός του έρωτα και της χυδαιολογίας.


Ποιο όμως στοιχείο πυροδοτεί μια τέτοια έκρηξη και οργή; Φαινομενικά είναι μια τρύπα στον φράχτη που κάνουν τα μυρμήγκια, κι αυτός την εντοπίζει την ώρα του πρωινού. Ρίχνει δηλητήριο, πατάει με δύναμη το έδαφος, προσπαθεί να συνθλίψει τα έντομα. Εκείνη τον κατηγορεί ότι νοιάζεται περισσότερο για τα ζώα και τα φυτά. Αυτός πάλι αισθάνεται ότι τα μυρμήγκια έχουν κατακλύσει το σώμα του, έχουν περάσει μέσα στο σώμα του απ’ όποια σωματική δίοδο βρήκαν ανοιχτή.


Λίγο πριν εκείνη μπει στο αυτοκίνητο για να φύγει ξεσπάει ο μεγάλος καβγάς. Άραγε είναι μια συσσωρευμένη οργή ή μήπως ένα επαναλαμβανόμενο παιχνίδι; Εκείνη τον κατηγορεί ότι μεταμορφώνεται σε φασίστα, τον προκαλεί με κυνισμό απαξιώνοντας τον ανδρισμό του. Αυτός φοβάται ότι τον ευνουχίζει η πεισματική της εμμονή, οι αλληλοκατηγορίες όμως τους ερεθίζουν. Εκείνη μια μικροαστή μαρξίστρια, αυτός ένας αποτραβηγμένος σκεπτικιστής που διάλεξε την εξορία. Την κατηγορεί ότι υποστηρίζει έναν εξουσιαζόμενο λαό σαν τραβεστί, επιρρεπή στον λαϊκισμό και στον δογματισμό, και εδώ μπορούμε να αναλογιστούμε το πολιτικό πλαίσιο που γράφτηκε το κείμενο: τη χούντα στη Βραζιλία, στα τέλη της δεκαετίας του ’70.


Η κοπέλα, συνεχίζοντας, αμφισβητεί τη δήθεν εξορία του που δεν είναι καν για οικολογικούς λόγους αλλά κρύβει μια έπαρση και ανθρωποφοβία, έναν φόβο απέναντι στη γυναίκα που είναι η ίδια, τον αποκαλεί φασίστα, «το αγοράκι μας», συνεχίζει κοροϊδεύοντας τον «αδελφή». Τον χτυπάει όπου πονάει, εκείνος της επιστρέφει τον τραβεστισμό της ιδεολογίας της, «ολόιδια η κυβέρνηση, ο καταπιεστής που εκείνη ακούραστα πολεμούσε...»


Άραγε στο βιβλίο αυτό αντικατοπτρίζεται και η στάση που κράτησε ο συγγραφέας Ραντουάν Νασσάρ στη ζωή του; Γιατί, μετά την έκδοσή του, το 1978, που ήταν το δεύτερο βιβλίο του, σταμάτησε να γράφει και το 1984 αποτραβήχτηκε σε μια μεγάλη φάρμα. Τριάντα χρόνια μετά, δώρισε τη γη του στο Πανεπιστήμιο του Σάο Κάρλος, με την προϋπόθεση ότι θα χτίσουν μια επιπλέον πανεπιστημιούπολη για να παρέχουν καλύτερη πρόσβαση στις αγροτικές κοινότητες.


Το ενδιαφέρον του Νασσάρ για τη γεωργία ανάγεται στην παιδική του ηλικία. Οι χριστιανοί γονείς του μετανάστευσαν από τον Λίβανο στη Βραζιλία τη δεκαετία του ’20 και εγκαταστάθηκαν στο Πιντοράμα, μια μικρή αγροτική πόλη στην πολιτεία του Σάο Πάολο. Όταν ο Νασσάρ ήταν δεκαέξι μετακόμισε στο Σάο Πάολο, την πρωτεύουσα, όπου σπούδασε γλώσσα και νομικά και συνέχισε με φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο.


Πάντως, ως συγγραφέας, ο Νασσάρ -σήμερα 87 ετών- κράτησε τον λόγο του και δεν ξανάγραψε. Ωστόσο άφησε αυτό το οργισμένο, μοντερνιστικό έργο πάνω στην αντιπαλότητα των δύο φύλων και των κοινωνικών ανισοτήτων. Και όπως είπε ο ίδιος σε μια συνέντευξη: «Νομίζω ότι μία από τις προϋποθέσεις της υποτιθέμενης ελευθερίας μας είναι να έχουμε φιλικές σχέσεις με τον διάβολο. Δεν μπορούσα να φανταστώ να τον αφήσω έξω όταν έγραφα».


Θεόδωρος Γρηγοριάδης,

Η εποχή των βιβλίων. Η ΕΠΟΧΗ 5/11/23

 


Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2023

Διήγημα στον Αναγνώστη

Θεόδωρος Γρηγοριάδης



Christmas dysphoria

    Καθώς έμπαινε ο Νοέμβριος τίποτε δεν τον φόβιζε περισσότερο, ούτε η γρίπη που ενσκήπτει στα μέσα του μήνα, ούτε τα πρώτα κρύα και η υγρασία, όσο η προχριστουγεννιάτικη περίοδος που φυσιολογικά θα κορυφωνόταν τον Δεκέμβριο. Οι πρώτες διαφημίσεις με τζινγλ μπελς είχαν αρχίσει να κατακλύζουν την τηλεόραση και τα μαγαζιά ενώ τα λαμπιόνια κρεμόντουσαν σαν ψεύτικα αστεράκια στις πλατείες και τις κολόνες, θολώνοντας κι άλλο την όρασή του. Όταν μάλιστα είδε στην είσοδο της πολυκατοικίας και το δικό τους δέντρο να το στολίζει η διαχειρίστρια μαζί με μια άλλη κυρία, χαμογέλασε διάπλατα, το θαύμασε υποκριτικά και μπήκε μέσα στο διαμέρισμα όπου δεν περίσσευε χώρος για καμιά εορταστική διακόσμηση εκτός από τις χριστουγεννιάτικες ιστορίες που φώλιαζαν στις σελίδες κάποιων βιβλίων.

Αν υπήρχε μια διαδικτυακή πλατφόρμα όπου μάζευαν υπογραφές για την απαγόρευση των χριστουγεννιάτικων τραγουδιών πρώτος θα έβαζε το όνομά του · ειδικά εκείνο, του Γιωργάκη Μιχαήλ, του αγγλοκύπριου, κάθε φορά που τ΄ άκουγε ανέβαζε παλμούς και άναβαν τα αιμοφόρα του λαμπάκια. Δεν ήταν πάντως έτσι: παιδί απολάμβανε τα Χριστούγεννα, αλλά δεν είναι και της ώρας να αναλυθεί φροϋδικά ή ντελεζικά η δυσφορία των Χριστουγέννων.

Γι αυτό και, όταν άνοιξε τον υπολογιστή του και μπήκε στην -ελεγχόμενη από την Google- αλληλογραφία του, είδε έντρομος το μήνυμα με θέμα “Χριστουγεννιάτικο διήγημα”. Αποστολέας ένα διαδικτυακό περιοδικό που εκτιμούσε και με το οποίο κατά καιρούς είχε συνεργαστεί. Δίσταζε… Διαισθάνθηκε τί του ζητούσαν… Όχι, παιδιά, όχι κι εσείς, γιατί μου το κάνετε αυτό; Μπα, δεν θα το άνοιγε το μήνυμα, θα το παρέκαμπτε και, αν ποτέ συναντούσε τους εκδότες, θα τους έλεγε ότι… Μα πώς θα ήξεραν εκείνοι ότι το μήνυμα πήγε κατευθείαν στα spam; Γιατί, γιατί, του το ‘καναν αυτό;

Μέχρι το απόγευμα στεκόταν αναποφάσιστος μπροστά στο μήνυμα αλλά κατά τις πέντε, μετά τον τελευταίο του καφέ (δέκα λεπτά αργότερα αν τον έπινε θα ξημερωνόταν) πάτησε τον κέρσορα και έλαμψε η αλήθεια σαν το αστέρι στην  κορυφή του στολισμένου δέντρου. Με πολύ ευγενικό τρόπο του ζητούσαν, όπως το είχε προβλέψει, ένα σύντομο διήγημα με θέμα “Χριστουγεννιάτικες ευχές και πρωτοχρονιάτικες επιθυμίας που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ”. Μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου το ήθελαν.

Κατέρρευσε πάνω στην ανατομική καρέκλα του γραφείου την οποία υποψιαζόταν για κάποιες ενοχλήσεις στον προστάτη. Ήπιε μια γουλιά καφέ αλλά τον άφησε στην άκρη μην ανεβάσει κι άλλο πίεση- το πιεσόμετρο βρισκόταν στο διπλανό ράφι με τα μολύβια και τα post it για να καταγράφει τις αυξομειώσεις. Γιατί μου το κάνανε αυτό; Πώς να εμπνευστεί ένα θέμα που σαν καλικάντζαρος εισέβαλε στο σπιτικό για να τον βουρλίσει;

Να απαντήσει ευγενικά και όμορφα ως άλλος Μπάρτλεμπι, θα προτιμούσα όχι; Άραγε θα το εκλάμβαναν στο περιοδικό ως σνομπισμό ή μισανθρωπισμό; Έπειτα, αν απουσίαζε από το αφιέρωμα, τι θα σκέφτονταν οι άλλοι του χώρου, ότι δεν του πρότειναν να γράψει;

Ένα ήταν σίγουρο, του μαύρισαν τη διάθεση είτε έγραφε είτε όχι. Είχε καταπέσει στην ίδια εορταστική παγίδα που επί χρόνια πρόσεχε μην πιαστεί. Και τι θέμα ήταν αυτό; Τι θα πει “επιθυμίες που δεν πραγματοποιήθηκαν;”  Ποιοι είναι αυτοί, αυτές και αυτ@ (ας βάλω και το “@” για κάθε ενδεχόμενο) που θα τον προτρέψουν να ανασκάψει το παρελθόν του και να αναδυθούν όσα απωθημένα δεν μπόρεσαν να ολοκληρωθούν; Εντάξει, στα γραπτά μιλάει για τη ζωή του, είναι κι αυτός ένας ακόμη αυτομυθοπλαστικός γραφιάς, αλλά με κάποιους αυτοπεριορισμούς, δεν είναι δα και ο Έντουαρντ Λουί. Όμως, αυτή τη φορά, κάτι τον εμπόδιζε να γράψει ή να σκεφτεί, γιατί πράγματι υπήρχε κάτι που ακύρωνε την επιθυμία του και σχετιζόταν με το πνεύμα των Χριστουγέννων.

Ήταν μια αληθινή ιστορία, είκοσι δύο Χριστούγεννα πριν, είχαν συμβεί κάποια πράγματα που οδήγησαν σε μια άτυχη κατάληξη. Λένε ότι στις διακοπές δοκιμάζονται οι σχέσεις των ανθρώπων ενώ στις γιορτές δοκιμάζεται η μοναξιά τους. Να έγραφε άραγε εκείνη τη ιστορία, σαν “το αγοράκι με τα σπίρτα”; Μα εκείνη τη φάση την κρατούσε βαθιά κρυμμένη, δεν τόλμησε ποτέ να την μεταπλάσει σε κείμενο, θα καθόταν τώρα να την κάνει διήγημα “από 500 έως 1000 λέξεις”; Για λίγες λέξεις θα την ξεπουλούσε; Μήπως να τις κάνουμε 666;


Όχι, αγαπητό μου περιοδικό. Θα προτιμούσα, όχι. Αν και έχω μια ιστορία που ανταποκρίνεται στο θέμα σας θα ήθελα να την ξεγράψω. Μακάρι να ξαναβρεθούμε σε ένα επόμενο αφιέρωμα, αντιεορταστικό, ουδέτερο,  κατευναστικό. Λυπάμαι που δεν πραγματοποιήθηκε η χριστουγεννιάτικη επιθυμία σας, σας εύχομαι καλές γιορτές, με εμπνεύσεις και


(Εδώ σταματάει το μήνυμα που στάλθηκε στο περιοδικό. Ο συντάκτης του μηνύματος, σύμφωνα με πληροφορίες, κρύβεται ή νοσηλεύεται κάπου μέχρι πέρατος της εορταστικής περιόδου).



Αφιέρωμα Ο Αναγνώστης "Μια ευχή που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ"

Δεκέμβριος 2023

Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2023

Μιχαήλ Μητσάκης «Αυτόχειρ»

Μιχαήλ Μητσάκης «Αυτόχειρ», εκδόσεις Πατάκη (νέα έκδοση), 2023

Ένα διήγημα που δημοσιεύτηκε το 1895, το τελευταίο που άφησε πίσω του ο συγγραφέας πριν κλειστεί οριστικά στο Δρομοκαΐτειο, ξαναδιαβάζεται στον αιώνα μας άφθαρτο και πολυσήμαντο, ξεπερνώντας ίσως και τις προθέσεις του συγγραφέα, που πέθανε το 1916 σε ηλικία 48 ετών χωρίς να προλάβει να εκδώσει κάποιο βιβλίο.

Ο Μιχαήλ Μητσάκης έγραφε για τις εφημερίδες της εποχής του, κυρίως την Ακρόπολι, άρθρα, χρονογραφήματα και ταξιδιωτικές εντυπώσεις. Ήταν μια εποχή που οι δημοσιογράφοι και λογοτέχνες ταξίδευαν στον ελλαδικό χώρο και στις τουρκοκρατούμενες περιοχές καταγράφοντας τη ζωή και τα προβλήματα των κατοίκων. Ο Μητσάκης ταξίδεψε πολύ δημοσιεύοντας τις εξορμήσεις του και ταυτόχρονα αποτύπωσε ολοζώντανα την πρωτεύουσα στα κείμενα της συλλογής «Αθηναϊκαί σελίδες». Σε ένα από τα τελευταία του ταξίδια στην Πάτρα εμπνεύστηκε τον Αυτόχειρα.

Η διήγηση αυτή ξεπερνάει ειδολογικά και μορφολογικά τα προηγούμενα πεζά και χρονικά. Δεν είναι ταξιδιωτικό, δεν είναι χρονογράφημα αλλά ταυτόχρονα αποτελεί μια θαυμάσια, σπαρταριστή περιγραφή της Πάτρας, στα τέλη του 19ου αιώνα. Εκεί λοιπόν, περαστικός στην πόλη του 1885, αποφασίζει να καταλύσει σε ένα ξενοδοχείο στο λιμάνι και να συναντήσει κάποιους φίλους. Στο ξενοδοχείο συντρώγει με γνωστούς του και μαθαίνει ότι σε ένα κοντινό ξενοδοχείο αυτοκτόνησε κάποιος, του οποίου τα στοιχεία παραμένουν άγνωστα, πιθανώς ερχόμενος από την Σμύρνη. Αυτά τα λίγα μαθεύτηκαν και ότι άφησε ένα σημείωμα όπου έλεγε: «Αυτοκτονώ. Ας μην ενοχληθεί κανείς». Στο γεύμα, κατά τη διάρκεια της κουβέντας, όταν απευθύνονται στον αφηγητή τον αποκαλούν «κ. Μητσάκη».

Ο αφηγητής μας, ο συγγραφέας πια, αποσύρεται στο δωμάτιό του αλλά, λίγο πριν μπει, προλαβαίνει να δει στο διπλανό δωμάτιο μια μισόγυμνη γυναίκα να κουβαλάει μια λεκάνη με νερό για να πλυθεί. Στο δικό του δωμάτιο από το παράθυρο βλέπει τις σκοτεινές αποχρώσεις της μαύρης νύχτα, τις σκιώδεις κατατομές των βουνών, ένα κατάμαυρο βαπόρι, τα μαυρωπά κανόνια. Η μαυρίλα φέρνει στον νου τη φράση που άφησε γραμμένη στο χαρτί ο αυτόχειρας: «Ας μην ενοχληθεί κανείς». Μια φράση εμμονική σαν το: «Θα προτιμούσα όχι», στο διήγημα του Χέρμαν Μέλβιλ «Μπάρτλμπυ, ο γραφέας» (1853), τριάντα χρόνια νωρίτερα. Αρχίζει τις επικλήσεις για το ποιος άραγε θα μπορούσε να ενοχληθεί ενώ, κατά τη διάρκεια της αινιγματικής νύχτας και της βόλτας στην πόλη, θα αναρωτιέται διαρκώς, με την ίδια επωδό: ποιος θα ενοχληθεί για τον άγνωστο αυτόχειρα; Απευθύνεται σε κάθε ζωντανή ύπαρξη ή στοιχείο της φύσης μέχρι και τα μακρινά αστέρια.


Εμμονική προβολή του δικού του εαυτού

Ταραγμένος ο ταξιδιώτης Μητσάκης βγαίνει από το ξενοδοχείο και παίρνει τους δρόμους της πόλης, προσπερνάει το πιο πολυσύχναστα σημεία, χώνεται σε δρόμους και στενά, κάτω από «θαμποφωτισμένα φανάρια» με λίγο «φέγγος», κοντοστέκεται σε ένα μαγαζί όπου διασκεδάζει μια παρέα Ιταλών, πίνει μια μπίρα σε ένα καφέ σαντάν, όπου ξαναβλέπει τη γυναίκα του ξενοδοχείου να τραγουδάει σε κακόφωνα γαλλικά, ξαναβγαίνει στον δρόμο, ψάχνει το ξενοδοχείο όπου αυτοκτόνησε ο ξένος. Το εντοπίζει: ένα υψηλό σπίτι, σκοτεινό, στο δωμάτιο του τρίτου ορόφου, πίσω από παράθυρο, τρεμόλαμπε ένα κερί. «Παραμέσα θα έκειτο βέβαια το πτώμα, δύσμορφος σωρός, ακίνητος, επάνω εις το μαύρο του κρεββάτι, το κρεββάτι το αγκαλιάζον τον ξένον, τον οποίον κανένας δε θα έκλαιε αύριον».

Η νύχτα και οι μαύρες σκέψεις τον πλακώνουν, με σφιγμένη καρδιά σκαρφαλώνει στα Ψηλά Αλώνια, ατενίζει την πόλη και το σκοτεινιασμένο πέλαγος μα το μυαλό του στον: «δυστυχή, ο οποίος εκείτονταν κει κάτω, μοναχός, επάνω εις το άψυχο κρεββάτι του σκοτεινού ξενοδοχείου». Ξαναπερνάει από το ξενοδοχείο. Ο αυτόχειρας γίνεται μια εμμονική προβολή του δικού του εαυτού και της ψυχωτικής του κατάστασης, «ο Μητσάκης μας ψιθυρίζει μυστικά, αλλά με επιμονή, πως ο αυτόχειρας δεν είναι παρά ο ίδιος»[1]. Προσπαθεί να κοιμηθεί, αλλά από το διπλανό δωμάτιο ακούγονται ερωτικές κραυγές και φωνές, ενώ το κρεβάτι της γυναίκας «προσέκρουε συνεχώς κατά του τοίχου, εκλυδωνίζετο σφοδρώς ως πλοίον εν καταιγίδι». Μια σκηνή ξαναφερμένη, δεκαετίες μετά, στον Επιτάφιο θρήνο του Γιώργου Ιωάννου· άλλωστε στο πεζογράφημα «Ζωγραφιά νυχτερινή» (1893) ο Μητσάκης περιγράφει ολοζώντανα την Ομόνοια που τόσο αγαπούσε ο Ιωάννου.

Συγγένειες και αναγνώριση

Την ανάδειξη του Μιχαήλ Μητσάκη ως σημαντικής φιγούρας των ελληνικών γραμμάτων, ανέλαβαν οι κριτικοί και οι φιλόλογοι. Το 1920 συγκέντρωσε το έργο του ο Δ.Π. Ταγκόπουλος[2]. Το 1957 ο Άγγελος Καράκαλος εξέδωσε τα πρωτοποριακά γαλλικά του ποιήματα που έχουν την αύρα ενός πρόδρομου σουρεαλισμού (στα ελληνικά τα απέδωσε πρόσφατα ο Θανάσης Χατζόπουλος)[3]. Ο Ε.Χ. Γονατάς πάντως, το 1987, εξέδωσε το κείμενο του Μητσάκη Αυτόχειρ που είχε παραλειφθεί από την έκδοση του Περάνθη, το 1956. Έκτοτε έχουν δημοσιευτεί άρθρα και έχουν γίνει πολλές ανακοινώσεις σε συνέδρια για το έργο του που ορισμένοι το κατατάσσουν μαζί με εκείνο του Ροΐδη και του Βιζυηνού, ενώ τον έχουν συγκρίνει ακόμη και με τον Πόε (Γεωργία Γκότση). Αδιόρατα έρχεται στο μυαλό το διήγημα «Οι νεκροί» (1914), από τους Δουβλινέζους του Τζόις, όπου κι εκεί ο ίσκιος ενός άλλου νεκρού, ένα βράδυ στο χιονισμένο Δουβλίνο, επισκιάζει τη ζωή του Γκάμπριελ θέτοντας τα όρια ζωής και θανάτου.

Ο Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος έγραψε: «Ο Μητσάκης, σύγχρονος του Παπαδιαμάντη και φίλος του, κατέλαβε το κελί του φρενοκομείου στο οποίο ο Βιζυηνός νοσηλευόταν μέχρι τον θάνατό του και είναι ο τρίτος αδάμαντας πλάι σ’ αυτά τα δύο ιερά τέρατα της γενιάς του 1880, παρότι ο ιστορικός της λογοτεχνίας Κ.Θ. Δημαράς έχει διαφορετική γνώμη [...] ενώ ο Ροΐδης ισχυριζόταν πως θέλει να κάμη ιδικόν του ύφος. Αυτό είναι πάρα πολύ. Δεν το χωνεύω. Είναι καθαρά οίησις»[4].

Ο ιδιόρρυθμος Μητσάκης έγραψε σε απλή καθαρεύουσα, που ήταν και η επίσημη γλώσσα της εποχής του, αλλά την χρησιμοποιεί ζωντανά και άτακτα ορισμένες στιγμές. Άραγε διαβάζεται σήμερα από τους νεότερους αναγνώστες; Σε μια εποχή όπου στην ελληνική λογοτεχνία κερδίζει έδαφος ο ιδιωματικός λόγος και η ντοπιολαλιά, η καθαρεύουσα του Μητσάκη -και πολλών άλλων συγγραφέων εκείνης της περιόδου- ηχεί περισσότερο οικεία. Ευκαιρία να ανακαλύψουμε έναν flaneur, έναν περιπλανώμενο στα σκοτεινά τοπία της ψυχής και των προσωπικών του εμμονών.


Σημειώσεις:


1. Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος, Αποκείμενα, Νεφέλη 2000

2. Βλ. Επίμετρο, Μιχαήλ Μητσάκης, Πεζογραφήματα, Νεφέλη 1988.

3. Αυγή, Αναγνώσεις 29/05/2008: avgi-anagnoseis.blogspot.com/2008/05/blog-post_6079.html

4. Η Εποχή, «Η εποχή των βιβλίων», 21/06/2020: www.epohi.gr/article/35346/mixahl-mhtsakhs-apopeira-viografias-enos-lhsmonhmenou


Η εποχή, Η εποχή των βιβλίων. 8/10/23 


Colm Toibin «Ο μάγος»

Μετάφραση: Αθηνά Δημητριάδου, εκδόσεις Ίκαρος, 2023 Γράφει ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης  Το 1996, στο London Review of Books, o Κολμ Τομπίν δημοσί...